πετρώματα

πετρώματα
πέτρωμα
mass of stone
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… …   Dictionary of Greek

  • στρωσιγενή πετρώματα — Πετρώματα τα οποία έχουν σχηματιστεί από ιζήματα με μορφή στρώσεων διαταγμένων σε στρώματα. Η ιδιότητα αυτή των πετρωμάτων ονομάζεται διάστρωση ή στρωματογένεια. Μία ομάδα στρώσεων που περιλαμβάνει υλικό της ίδιας ορυκτολογικής φύσης, σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • ενδιάμεσα πετρώματα — Πετρώματα των οποίων η περιεκτικότητα σε πυριτικό οξύ (SiO2) κυμαίνεται από 52% έως 65%. Κατατάσσονται μεταξύ των όξινων και βασικών πετρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • κλαστικά πετρώματα — Ομάδα πετρωμάτων η οποία περιλαμβάνει τα ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονται από συσσώρευση θραυσμάτων άλλων πετρωμάτων, τα οποία προϋπήρχαν και έχουν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, μακριά από τον τόπο όπου έγινε η απόθεσή τους και η… …   Dictionary of Greek

  • οργανογενή πετρώματα — Λέγονται και βιογενή. Οι φακοειδείς ή θολοειδείς αποθέσεις ασβεστόλιθων, κυρίως, με αποκλειστικά οργανογενή προέλευση, που βρίσκονται ανάμεσα σε άλλα ιζηματογενή πετρώματα. Ο σχηματισμός των πετρωμάτων αυτών οφείλεται στη δράση οργανισμών φυτικών …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχα πετρώματα — Οι πρώτες ύλες των πυρίμαχων βρίσκονται στα πετρώματα που αποτελούνται από οξείδια ανθεκτικά σε υψηλές θερμοκρασίες· τα πετρώματα αυτά είναι γενικά λίγα και συνίστανται από ένα ή δύο δύστηκτα οξείδια, όπως το οξείδιο του πυριτίου (SiO2), το… …   Dictionary of Greek

  • ακερίτες — Πετρώματα, που κατατάσσονται στην ομάδα των εκρηξιγενών πλουτωνίων πετρωμάτων. Οι α. αποτελούνται από αστρίους αλκαλιομιγείς, από διοψιδικό πυρόξενο και από καστανόγκριζο βιοτίτη. Ο ιστός των α. είναι ο κανονικός, αλλά προς την περιφέρεια γίνεται …   Dictionary of Greek

  • θηραϊκή γη — Πετρώματα που προέρχονται από ηφαιστειακές εκρήξεις και αποτελούνται από χαλαρά προϊόντα, όπως τέφρες, τόφφους, κίσηρη κ.ά. Βλ. λ. ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη …   Dictionary of Greek

  • πυροκλαστικά ιζήματα — Πετρώματα που σχηματίζονται από την απόθεση του στερεού υλικού που εκσφενδονίζεται από τα ηφαίστεια (σποδός, λίθοι, βόμβες). Μπορεί να είναι ασύνδετα ή συνδεδεμένα με τσιμέντο: στην τελευταία περίπτωση χρησιμοποιούνται ως υλικό δομής. Τα π.ι.… …   Dictionary of Greek

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”